αναταράζω

αναταράζω
και αναταράσσω (Α ἀναταράσσω)
1. ταράζω, ανακατώνω
2. ταράζω ψυχικά, προξενώ έξαψη
αρχ.
(παθ. μτχ.) ανατεταραγμένος
1. αναταραγμένος, θολός
2. σε κατάσταση αταξίας, χωρίς τάξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναταράζω — αναταράζω, ανατάραξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. αναταράσσω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναταράζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ανακινώ, ανακατώνω: Πριν πιεις το φάρμακό σου ανατάραζέ το στο μπουκάλι. 2. φέρνω άνω κάτω, συγχύζω: Ανατάραξες τον κόσμο με τις φωνές σου. 3. συγκλονίζω: Από το σεισμό αναταράχτηκε το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανακουνώ — ( άω) ανακινώ, αναταράζω, κουνάω παλινδρομικά (την κούνια τού παιδιού), λικνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουνώ. ΠΑΡ. ανακούνημα] …   Dictionary of Greek

  • αναταράσσω — βλ. αναταράζω …   Dictionary of Greek

  • αναταραγμός — ο 1. ανατάραγμα, αναταραχή 2. ψυχική ταραχή, εξέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναταράζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • ανατυρβάζω — ἀνατυρβάζω (Α) αναταράζω, προκαλώ θόρυβο, ταραχή …   Dictionary of Greek

  • διαιθύσσω — (Α) [αιθύσσω] 1. κινούμαι ορμητικά, εφορμώ 2. εκτινάσσω μτφ. αναταράζω, προκαλώ ταραχή …   Dictionary of Greek

  • διασοβώ — διασοβῶ ( έω) (Α) 1. εκφοβίζω, διώχνω κάποιον τρομοκρατώντας τον 2. ανακινώ, αναταράζω 3. μέσ. διασοβοῡμαι υπερηφανεύομαι, καμαρώνω …   Dictionary of Greek

  • μέμβραξ — μέμβραξ, ακος, ὁ (Α) είδος τέττιγος, τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακό ή πελασγικό τ. που ανάγεται σε θ. *bher / *bhr . Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. βράσσω «αναταράζω, σείω, βράζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”